- κληρούχημα
- κληρούχημαallotment ofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληρούχημα — κληρούχημα, τὸ (Α) [κληρουχώ] το μέρος τής γης που απονεμήθηκε με κλήρο από μια πόλη σε κάποιον ως κληρούχο, άποικο … Dictionary of Greek
κληρουχήματα — κληρούχημα allotment of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κληρούχησις — κληρούχησις, ἡ (Μ) [κληρουχώ] κληρούχημα* … Dictionary of Greek